- τέφρα
- η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Ατο στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.)νεοελλ.1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το οποίο παραμένει μετά την τέλεια καύση ενός κλάσματος τού πετρελαίου2. φρ. α) «ηφαιστειακή τέφρα»(πετρογρ.) ασύνδετο ηφαιστειακό ανάβλημα που εκτινάσσεται από έναν ηφαιστειακό κρατήρα και αποτελείται από σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 4 χιλιοστόμετραβ) «λιθική τέφρα»(πετρογρ.) τεμαχίδια πετρωμάτων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφραγ) «κρυσταλλική τέφρα»(πετρογρ.) θραύσματα κρυστάλλων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφραδ) «υαλώδης τέφρα»(πετρογρ.) θραύσματα υάλου που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφραε) «ραδιενεργός τέφρα»(πυρην.-μετεωρ.) τα ραδιενεργά υλικά που αποτίθενται στη Γη από την ατμόσφαιρα η παρουσία τών οποίων οφείλεται είτε σε φυσικά αίτια, όπως είναι το αποτέλεσμα τής δράσης τής κοσμικής ακτινοβολίας και τής διαφυγής τού αερίου ραδονίου που εκπέμπεται από τα ορυκτά τού ουρανίου και τού θορίου, ή σε εκρήξεις πυρηνικών όπλων ή σε ατυχήματα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στις λοιπές μονάδες τής πυρηνικής βιομηχανίαςαρχ.παροιμ. «ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ γράφω» — δεν λαμβάνω καθόλου υπ' όψιν μου τους όρκους τών μοιχών.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. τέφρα ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dheguh- «καίω» (πρβλ. λατ. febris «πυρετός», foveo «θερμαίνω», favilla «τέφρα», καθώς και τα αρχ. ινδ. dahati, λιθ. degu) και εμφανίζει επίθημα -ρα (πρβλ. ἕδ-ρα, χώ-ρα). Πιθανολογείται, επίσης, ότι συνδέεται και με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. θέπτανοςἁπτόμενος, ο οποίος ανάγεται πιθ. στην ίδια ρίζα. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. τέφρα (< *tep-s-rā) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tep- «είμαι ζεστός» (πρβλ. αρχ. ινδ. tapas-, tapati). Είναι πιθανόν, εξάλλου, ο τ. να ήταν αρχικά επίθ. που προσδιόριζε τη λ. κόνις «σκόνη». Σημασιολογικά, τέλος, η λ. τέφρα αντιστοιχεί στον τ. σποδός, αλλά απαντά συχνότερα από αυτόν στην πεζογραφία].
Dictionary of Greek. 2013.